Άδα Σταματάτου: «Οι ανάπηροι δεν είναι κακόμοιροι, είναι Παραολυμπιονίκες»
Στο πλαίσιο της συμμετοχής της στο φετινό Upfront Initiative, η συγγραφέας δύο βιβλίων –«Η ζωή μου με τον Γιάννη» και «Τι έχει ο Γιάννης;»– και ακτιβίστρια για τον αυτισμό μιλά στη LiFO για το πώς είναι η ζωή με ένα αυτιστικό παιδί και χαρτογραφεί τα κενά της στήριξης από την πολιτεία και την κοινωνία.
— Άδα, σκεφτόμουν πώς να σε προλογίσω στο συνέδριό μας, και το μόνο επίθετο που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν «ακούραστη». Πραγματικά δεν έχεις σταματήσει λεπτό να παίρνεις πρωτοβουλίες, να ανοίγεις συνεχώς πολύ σημαντικές συζητήσεις για τον αυτισμό. Θέλω να ξεκινήσω με μια ερώτηση που νομίζω δεν σου απευθύνουν πολύ συχνά, η οποία έχει να κάνει με το τι είδους ρατσισμό και διακρίσεις έχεις βιώσει εσύ η ίδια. Πώς περιθωριοποιεί η κοινωνία όχι μόνο το παιδί σου αλλά κι εσένα ως μητέρα ενός παιδιού με αυτισμό;
Πράγματι, έχω ζήσει τον ρατσισμό από πάρα πολλές ομάδες ανθρώπων. Καταρχάς τον βίωσα από τον ίδιο μου τον εαυτό, όταν στα τριάντα μου έλαβα τη διάγνωση του αυτιστικού μου γιου. Έκανα πάρα πολύ καιρό μέχρι να το συνειδητοποιήσω και να μπορέσω να κάνω εγώ coming out –αν θέλεις– ως μητέρα αναπήρου. Φυσικά δεν είχα τη βοήθεια της πολιτείας σε αυτήν τη διαδικασία, γιατί αν η πολιτεία φρόντιζε να με ενδυναμώσει και να με βοηθήσει ψυχολογικά να το κάνω, θα ήταν πιο εύκολο. Βασίστηκα μονάχα στις δικές μου δυνάμεις.
Έπειτα, αντιμετώπισα τον ρατσισμό κι από τους ίδιους μου τους φίλους. Χώρισα στην πορεία, επομένως σε φιλικές συζητήσεις είχα και τον ρατσισμό κοντινών μου ανθρώπων. Συχνά μου έλεγαν: «Εντάξει, είναι λογικό να χωρίσεις και να μη βρίσκεις κάποιο σύντροφο, γιατί είσαι μητέρα αναπήρου, ποιος θα σε πάρει;». Εγώ βέβαια συνέχιζα τη συζήτηση και απαντούσα: «Μα ποια διαφορά έχω εγώ; Γιατί είμαι χειρότερη επιλογή από έναν 45άρη που πάει τα ρούχα του στη μητέρα του να του τα πλύνει; Αυτός δεν είναι ανάπηρος;».
Η αναπηρία γίνεται τραγωδία όταν η πολιτεία δεν καταφέρνει να κάνει τη ζωή των ανθρώπων με αναπηρία εύκολη, προσβάσιμη, ισότιμη. Από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, ούτε μεγάλη ούτε μικρή, ούτε εμφανής ούτε αόρατη. Μία είναι η αναπηρία, και στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μια κατάσταση.
Η χειρότερη μορφή διάκρισης που αντιμετωπίζω συχνά, μέχρι και σήμερα, προέρχεται από τους ίδιους τους γονείς αναπήρων, επειδή δεν μοιάζω με εκπρόσωπό τους ως μητέρα ενός ανάπηρου παιδιού. Και αυτό γιατί φτιάχνω τα μαλλιά μου, γιατί δεν είμαι συνεχώς στα πατώματα, γιατί προσπαθώ συνεχώς να δείξω μια εικόνα που να εκπέμπει αισιοδοξία, πως δεν το έχω βάλει κάτω, μου έχει τύχει ένα σοβαρό γεγονός, αλλά προσπαθώ να είμαι καλά, πρωτίστως για μένα την ίδια.
Έχω ακούσει την τρομερή ατάκα: «Μα καλά, πηγαίνεις στην όπερα;». Φυσικά και πηγαίνω, γιατί μου αρέσει η όπερα και γιατί έχω σπουδάσει χορό και μουσική. Μου απαντούν λοιπόν πως ναι, δεν μπορείς να είσαι μητέρα αναπήρου αν πηγαίνεις στην όπερα. Δηλαδή ποιο είναι τελικά το μοντέλο του γονιού ενός παιδιού με αναπηρία; Θα σας πω εγώ: είμαστε όλοι εμείς. Είμαστε όλοι εν δυνάμει ανάπηροι, όλοι όσοι είμαστε σε αυτή την αίθουσα, όλοι όσοι θα ακούσουμε αυτά τα λόγια.
Αφήστε μια απάντηση